- χιονόμαλλος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει μαλλιά λευκά σαν το χιόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + μαλλί (πρβλ. ξανθόμαλλος, χρυσό-μαλλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Άγγ. Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονότριχος — η, ο, Ν χιονόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τριχος (< τρίχα), πρβλ. γουρουνό τριχος, λευκό τριχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Μάριο Ανδρίκεβιτς, Κυκλαδίτη] … Dictionary of Greek